ΟΙ ΦΥΡΔΗΜΗΓΔΟΙ
ΟΙ ΦΥΡΔΗΜΗΓΔΟΙ Αρμένιζαν με πλοίο ένα κόσκινο, ναί,
Ένα κόσκινο είχαν για πλοίο:
Και παρόσα τους λέγαν συγγενείς και γνωστοί,
Ξεκινήσανε κάποιο του χειμώνα πρωϊ,
Κι ένα κόσκινο είχαν για πλοίο!
Κι όταν πήρε το κόσκινο να στριφογυρνά,
Κι όλοι απ΄ξω φωνάζαν «θα πνιγείτε παιδιά!»
Απαντήσαν «Το κόσκινο αυτό είναι μικρό,
Μα δεν δίνουμε δεκάρα! Δε δίνουμε δυό!
Ένα κόσκινο έχουμε πλοίο!»
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν,
Αρμενίζαν μακρυά μένα κόσκινο, ναι,
Μένα κόσκινο τόσο ταχύ.
Για πανί είχαν ένα πέπλο πρασινωπό
Με κορδέλλα δεμμένο αντίς για ιστό,
Πάνω σένα τσιμπούκι μακρύ
Κι όλοι όσοι τους βλέπαν βιαστικά να περνούν,
«Δε θαργήσουνε», λέγαν, «ναπογοητευτούν»!
Ο ουρανός είναι μαύρος, το ταξίδι μακρύ,
Μα κι εδώ που τα λέμε, βρίσκω λάθος βαρύ
Ναναι κόσκινο τόσο ταχύ!»
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν.
Μα νερό μπήκε μέσα στο κόσκινο, ναί,
Μες στο κόσκινο μπήκε πολύ,
Και έτσι αποφασίσαν για να μείνουν στεγνοί,
Να τυλίξουν τα πόδια μες σε ρόζ χαρτί,
Που το στεριώσαν μένα καρφί.
Ξενυχτήσαν μες σένα σκεύος απο πηλό,
Κι έλεγαν, «Ότι κάμαμε ήταν σοφό!
Ο ουρανός είναι μαύρος, το ταξίδι μακρύ,
Αλλεμείς πάντα βγαίνουμε σόλα σωστοί
Και γυρίζουμε όλη την Γή».
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν.
Όλη νύχτα στα μάκρη αρμενίζανε, ναί
Κι όταν έγειρε ο ήλιος ξανά,
Σιγοσφυρίξαν ένα φεγγαρίσιο σκοπό
Μια κουδούνα βαρώντας που έβγανε ηχώ,
Μες στων μαύρων βουνών τη σκιά.
«Τι χαρούμενοι που είμαστε, ω Τιμ-Μπα-Λο,
Μένα κόσκινο κι ένα σκεύος απο πηλό,
Σαν τις νύχτες, κάτω απτο σεληνόφως τωχρό
Σιγοπλέουμε στα μάκρη με πέπλο χλωρό
Μες στων μαύρων βουνών την σκιά!»
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν.
Ταξειδέψαν στη θάλασσα τη Δυτική,
Και σε μια δεντροσλέπαστη ακτή,
Πήραν τάρτα, καρρότσι, κουκουβάγια και ρύζι,
Πήραν ένα μελίσσι πολοένα βουίζει,
Πήραν και ένα γουρούνι παχύ.
Αγοράσαν επίσης πράσινες καλιακούδες,
Μερικές γλυκοπάτουσες μικρές μαϊμούδες,
Σαράντα μπουκάλες με Ριγκ-Μπο-Ρει,
Κι ογδόντα βαρέλια τυρί.
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν.
Και σε είκοσι χρόνια γυρίσαν ξανά,
Σε είκοσι χρόνια, κι ευθύς,
Όλοι είπαν «Για κοίταξε πώς μεγάλωσαν!
Τη θανάσιμη ζώνη και τις λίμνες οργώσαν,
Τα βουνά της τσιγκλώδους οπής!»
Κι ήπιανε στην υγειά τους, και τους ψήσαν πολλά
Μπουρεκάκια φτιαγμένα με φίνα μαγιά
Κι είπανε μεταξύ τους, «αν ζήσουμε,
Μένα κόσκινο κι εμείς θαρμενίσουμε,
Στα βουνά της τσιγκλώδους οπής!»
Είναι λίγα πολύ, και πολύ μακρινά,
Τα μέρη όπου οι Φυρδημήγδοι ζούν
Έχουν κεφάλια πράσινα, και χέρια γαλανά,
Και σε κόσκινο μέσα αρμενίζουν.